Κόνγκο: Η πλωτή πολιτεία των 1700 χιλιομέτρων
Το 1881 δημοσιεύτηκε το βιβλίο του Ιουλίου Βερν “Τζανγκάντα: Ένα ταξίδι στον Αμαζόνιο”. Εκεί περιέγραφε το πολύμηνο ταξίδι του γαιοκτήμονα Γκαράλ με την οικογένεια του και 150 άνδρες του προσωπικού της φάρμας, πάνω σε μια γιγάντια σχέδια 300 μέτρων φτιαγμένη από κορμούς δένδρων. Μια πλωτή πολιτεία!
Tο 1991, -110 χρόνια αργότερα- το NATIONAL GEOGRAPHIC δημοσίευσε ένα άρθρο με συναρπαστικές φωτογραφίες από τον ποταμό Κόνγκο (που τότε είχε μετονομαστεί σε Ζαΐρ) με τον τίτλο: “Η αρτηρία ζωής ενός έθνους”.
Άνθρωποι στοιβαγμένοι ανάμεσα στα δέματα και τα κιβώτια, πιρόγες που προμήθευαν εν πλω τους επιβάτες με κρέας κροκοδείλου, αντιλόπης ή σαύρας. Οικογένειες με μωρά, όμορφες Κογκολέζες που δεν παρέλειπαν ούτε εδώ την κοκεταρία και την εμφάνιση τους! Μια ολόκληρη κοινωνία που ταξίδευε πάνω σε μια μεταλλική σχεδία που την έσπρωχνε μια μηχανή που θύμιζε …μισό πλοίο.
Καρφώθηκαν στο μυαλό μου αυτές οι εικόνες και παρότι είχα επισκεφτεί ήδη δύο φορές το Δημοκρατικό Κονγκό, ποτέ δεν είχα έναν ολόκληρο μήνα στη διάθεση μου για να αποπειραθώ αυτή την εμπειρία.
Ο Μισέλ έστειλε το μήνυμα από την Κινσάσα: Η βίζα για την είσοδο στο Δημοκρατικό Κογκό παίρνει χρόνο. Πολύ χρόνο. Ένα με δύο μήνες. Χρειάστηκαν τέσσερεις! Τον Φεβρουάριο αποκαρδιωμένος ετοίμαζα το σακίδιο για την Ινδία. Θα πήγαινα στα νησιά Νικομπάρ που μόλις είχαν ανοίξει για τους ξένους. Τότε ακριβώς μου τηλεφώνησαν απ’ την πρεσβεία να προσκομίσω το διαβατήριο και μια φωτογραφία. Η πολυπόθητη έγκριση από το υπουργείο εξωτερικών του Κογκό είχε έλθει.
Υπάρχουν τρεις γεωγραφικές οντότητες με το όνομα Κογκό:
Α-Η χώρα (Δημοκρατικό) Κογκό-πρώην Ζαΐρ-, που ήταν Βελγική αποικία (με πρωτεύουσα την Κινσάσα).
Β-Η χώρα Κογκό που ήταν Γαλλική αποικία (με πρωτεύουσα το Μπραζαβίλ) και
Γ-Ο Ποταμός Κόνγκο (ο τόνος στην πρώτη συλλαβή και με “ν” ) που διασχίζει την πρώτη και αποτελεί το κοινό σύνορο με τη δεύτερη σε ένα μεγάλο τμήμα της διαδρομής του.
Το ταξίδι έλαβε χώρα στο Δημοκρατικό Κογκό στον ποταμό Κόνγκο.
Τρεις μέρες αργότερα στο μικρό κτήριο του αεροδρομίου της Κινσάσα με περίμενε ο ίδιος ο Μισέλ. Ένας Βέλγος που ζει 25 χρόνια στο Κονγκό και έχει παντρευτεί μια ντόπια Λινγκάλα με καλές γνωριμίες στην …εκάστοτε κυβέρνηση.
Τα πράγματα ήταν απλά. Το ταξίδι με μαούνα από το Κισαγκάνι στην Κινσάσα διαρκεί ένα μήνα αλλά δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ημερομηνίες αναχώρησης. Μόλις οι μαούνες φορτώσουν τα εμπορεύματα ξεκινάνε. Δεν πρέπει να απομακρυνθείς πολύ απ΄ την όχθη που είναι δεμένες γιατί μπορεί να φύγουν νωρίτερα.
Οι Κογκολέζοι που έχουν πείρα σ αυτά πάνε μια βδομάδα νωρίτερα και πιάνουν τις καλές θέσεις στη μαούνα γύρω γύρω από τα σκεπασμένα κιβώτια και στήνουν το νοικοκυριό τους. Εκεί κοιμούνται, εκεί μαγειρεύουν, εκεί τρώνε και περιμένουν, χωρίς να ανησυχούν, τη μέρα που θα σαλπάρει το πλοίο.
Εγώ είχα δύο επιλογές. ΄Η να κάνω ότι κάνουν και οι Κογκολέζοι και να πιάσω θέση στη μαούνα περιμένοντας την αναχώρηση, ή να στείλει ο Μισέλ τον βοηθό του αεροπορικώς στο Κισαγκάνι, να εντοπίσει κάποια από τις μαούνες που θα αναχωρούσαν σχετικά σύντομα και μόλις είχε κάτι σίγουρο να πήγαινα κι εγώ αμέσως να τον βρω. Έτσι δεν θα έχανα άσκοπα μέρες. Θα είχα την ευκαιρία να εξερευνήσω τον Κάτω Κόνγκο 300 χλμ δυτικά της Κινσάσα μέχρι την εκβολή του στον Ατλαντικό στην πόλη Μουάντα.
-
Μουάντα
Διάλεξα το δεύτερο.
Το άλλο πρωί, με μια αξιόπιστη σακαράκα αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς το Ματάντι το μεγάλο ποτάμιο λιμάνι του Κογκό όπου καταπλέουν τα ποντοπόρα πλοία.
Στην πόλη Μπάτα στρίψαμε δεξιά. Μας περίμενε ο πρώτος από τους εντυπωσιακούς καταρράκτες του Κόνγκο. Χρειαστήκαμε άλλες δύο ώρες για να φτάσουμε στο κρυμμένο υπερθέαμα του καταρράκτη Ζόνγκο.
-
Ζόνγκο
Ο παραπόταμος Ινκίσι του ποταμού Κόνγκο μεταφέρει μια τεράστια μάζα νερού που σχηματίζει έναν από τους πιο θαυμαστούς καταρράκτες της Αφρικής. Κανένας επισκέπτης δεν υπήρχε στην περιοχή του πάρκου. Οι Ευρωπαίοι που εργάζονται στην Κινσάσα έρχονται εδώ μόνο τα Σαββατοκύριακα. Ο Ζόνγκο μπουμπούνιζε μέσα απ΄ την πυκνή βλάστηση καθώς ελευθερώνονταν να συναντήσει τον μεγάλο ποταμό. Τον “Αμαζόνιο της Αφρικής” .
Πέντε με έξι ώρες χρειάστηκαν την άλλη μέρα να φτάσουμε στο Μαντάντι, την μητρόπολη του Κάτω Κόνγκο. Εδώ βρίσκονται δύο σημαντικά έργα.
-
Ματάντι
Η μοναδική γέφυρα πάνω από τον ποταμό Κόνγκο και το κύριο λιμάνι της χώρας. Παρ ότι απέχει απ΄ τον Ατλαντικό 220 χλμ , τα νερά εδώ είναι πιο βαθιά απ’ ότι στη θάλασσα και τα ποντοπόρα πλοία φτάνουν και ελλιμενίζουν άνετα στο Ματάντι. Η πόλη αρχιτεκτονικά αδιάφορη, αλλά ολοζώντανη, απλωμένη σε λόφους που ατενίζουν τον ποταμό. Ο Κόνγκο παρά το μήκος του και το βάθος του δεν είναι πλεύσιμος παντού. Ενώ από το Κισαγκάνι στο ανατολικό Κογκό μέχρι την Κινσάσα ρέει ομαλά επί 1700 χλμ, ενώ μετά την πρωτεύουσα αρχίζουν κατωφέρειες και επικίνδυνα ρεύματα που τον κάνουν ακατάλληλο στη ναυσιπλοΐα. Ξαναγίνεται πλεύσιμος από το Ματάντι μέχρι τη Μουάντα. Ο δρόμος πηγαίνει μακριά αλλά παράλληλα με το ποτάμι. Χρειάζονται δύο μέρες για τα 240 χλμ χερσαίας διαδρομής. Βαλτώδη εδάφη, λασπόδρομοι και διαφθορά των αστυνομικών στα ατέλειωτα φυλάκια που ζητούσαν χρήματα για να σε αφήσουν να περάσεις έκαναν το ταξίδι να φαίνεται ατέλειωτο.
Περάσαμε τη νύχτα στη Μπόμα όπου το μοναδικό αξιοθέατο -το γιγάντιο δένδρο “Μπαομπάμπ του Στάνλεϋ”-, βρίσκεται πνιγμένο πίσω από μια κακοφτιαγμένη μάντρα, σε μια αυλή που στεγάζει τα γραφεία “τουρισμού” της πόλης. Μια διαμόρφωση με ανοιχτό πάρκο και ελεύθερη θέα από παντού θα αναδείκνυε αυτό το μεγαλοπρεπές μνημείο της φύσης!
Η Μουάντα έχει την μοναδική παραλία του Κόνγκο και ο γιός του προέδρου της χώρας βρήκε οικόπεδο …σε καλή τιμή δίπλα στην αμμουδιά και τα απαραίτητα κεφάλαια να χτίσει ένα πολυτελές συγκρότημα. Προορίζεται για τους rich and famous Κογκολέζους του σιναφιού του μπαμπά του ή για Ευρωπαίους που δεν αρκετό χρόνο να πάνε στη… Ζανζιβάρη! Πιο ενδιαφέρον ήταν το θέαμα των ψαράδων που μόλις είχαν επιστρέψει από τον ωκεανό και πούλαγαν τα ψάρια στις γυναίκες της αγοράς. Χαρούμενο πλήθος που διασκέδαζε πιο πολύ με την παρουσία μου !
Τη Κυριακή το βράδυ τηλεφώνησε ο Μισέλ. Ο Νορμπέρ ο βοηθός του, είχε βρει μαούνα που ισχυριζόταν ότι θα αναχωρούσε την ερχόμενη Παρασκευή. Τη Δευτέρα το μεσημέρι το μικρό επταθέσιο Cesna μας έφερε σε λιγότερο από δύο ώρες πίσω στην Κινσάσα, πετώντας στη διαδρομή πάνω από τους Καταρράκτες Ζόνγκο. Την Τρίτη έφτανα στο Κισανγκάνι όπου με περίμενε ο Νορμπέρ.
Πρώτο μέλημα να εφοδιαστούμε με μπουκάλια νερό για το ταξίδι. Δεν σκόπευα να ακολουθήσω όλη τη διαδρομή μέχρι τη Κινσάσα. Μετά την Μπαντάκα ο Κόνγκο φαρδαίνει και δεν μπορείς να δεις τίποτε. Η μαούνα πηγαίνει στο μέσον της κοίτης και οι όχθες είναι 1-2 χιλιόμετρα μακριά. Καλού κακού αγοράσαμε 60 λίτρα νερό, κουβά και σχοινί, για να παίρνουμε νερό από το ποτάμι για να πλενόμαστε και να ρίχνουμε στην κοινόχρηστη τουαλέτα μετά από κάθε επίσκεψη. Προμηθεύτηκα ένα στρώμα κρεβατιού να το βάλω στο δάπεδο, ένα μαξιλάρι και επειδή δεν πωλούνταν σεντόνια στην αγορά, αγόρασα μερικά μέτρα ύφασμα απ αυτό που φτιάχνουν οι γυναίκες τα φουστάνια τους. Μια χαρά. Κιτρινάκι κλαρωτό με λουλούδια!
Τα στοιβάξαμε όλα στην αποθήκη του ξενοδοχείου, αγοράσαμε και μερικές κονσέρβες για τις δύσκολες μέρες και πήγαμε με τον Νομπέρ να συναντήσω τον καπετάνιο στη μαούνα. Χαιρετηθήκαμε και άρχισε να μιλάει με τον Νομπέρ. Ο τελευταίος άρχισε να κατσουφιάζει μ’ αυτά που άκουγε. Τα νέα δεν ήταν καλά. Ο καπετάνιος πήρε εντολή από την εταιρεία να μην επιτρέψει σε ξένους να επιβιβαστούν. Ο λόγος; Η μαούνα ανήκε στην εταιρεία της …First Lady of Congo. Στη δραστήρια σύζυγο τού προέδρου Καμπίλα και δεν ήθελαν ξένους. “Mauvaise Publicite” ήταν η δικαιολογία. “Δυσφήμηση” . Φοβόντουσαν ότι ένας άγνωστος ξένος θα φωτογράφιζε άσχημα πράγματα και θα δυσφήμιζε το Κογκό. Θα ήταν σκάνδαλο αν αυτό γίνονταν επιβαίνοντας στην μαούνα της Πρώτης Κυρίας που έκανε χρυσές δουλειές μεταφέροντας στη Κινσάσα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα που έφταναν μέσω Κένυας και Ουγκάντας στο Κισαγκάνι.
Μας έζωσαν τα φίδια. Ο Νορμπέρ άρχισε να ρωτάει απ’ την αρχή γνωστούς και αγνώστους για άλλη μαούνα. Ο καπετάνιος μιας άδειας μαούνας μας καλοδέχτηκε και μας είπε ότι με πολύ χαρά θα μας πάρει μαζί του αλλά δεν ξέρει …πότε θα φύγει. Ένας από τους χωροφύλακες που επιβλέπουν τα δρώμενα στη όχθη που είναι δεμένες οι μαούνες, μας συνέστησε να ρωτήσουμε τον καπετάνιο της μαούνας LE VAINQUEUR.
Ναι οι μαούνες έχουν ονόματα σαν τα πλοία! Το θαύμα έγινε. Η VAINQUEUR θα αναχωρούσε την Πέμπτη! Πιο νωρίς και από την μαούνα NEMESIS της Μαντάμ Καμπίλα. Και ναι, έπαιρνε ξένους. Και ναι, θα μας έδιναν, κατ’ εξαίρεση, ένα χώρο να κλειδώσουμε τα εφόδια και τα σακίδια, για να μην μας τα κλέψουν. Τι άλλο να ζητήσεις;. Θα επιστρέφαμε την επόμενη (Τετάρτη) να μάθουμε καλύτερα την ώρα αναχώρησης.
Το πρωί πήγαμε 20 χλμ έξω από το Κισανγκάνι, στους περίφημους καταρράκτες Μπογιόμα. Δεν είναι τίποτε σπουδαίο. Είναι όμως καθοριστικοί για την ναυσιπλοΐα του ποταμού Κόνγκο. Από το σημείο αυτό και μέχρι την Κινσάσα- 1700 χλμ νοτιότερα- ο ποταμός ρέει ανεμπόδιστα.
Μετά ξαναρχίζουν καταρράκτες και ρεύματα. Το δεύτερο στοιχείο, που τους έχει κάνει διάσημους, είναι λαογραφικό. Μέχρι πρότινος οι κάτοικοι ψάρευαν στον ποταμό φράζοντας με καλάθια τα ορμητικά περάσματα του νερού όπου παγιδεύονταν τα ψάρια. Σήμερα αυτή η μέθοδος είναι καθαρά τουριστική ατραξιόν. Έχουν αλλάξει οι μέθοδοι αλιείας, αλλά την τέχνη δεν την ξέχασαν. Είναι θεαματικό και πολύ φωτογενές να βλέπεις τους ψαράδες Βαγκένια να παλεύουν με τα νερά του Κόνγκο και να τοποθετούν τα καλάθια στους βράχους ενώ αυτοί κρέμονται από τις σκαλωσιές που έχουν κατασκευάσει στην μέση του ποταμού.
Στην επιστροφή σταμάτησα στο κτήριο όπου πινακίδα έγραφε στα …ελληνικά.”Ελληνική Κοινότητα Κισανγκάνι”. Ο Κώστας, ένας μαυρούκος τρίτης γενεάς ελληνικής οικογένειας μου εξήγησε πως μείναμε μόνο 13 Έλληνες στην πόλη. Ο Κονγκολέζος ορθόδοξος παπάς, πατήρ Χρυσόστομος που λειτουργεί την εκκλησία τoυ Ευαγγελισμού, έχει πλέον στο ποίμνιο του πιο πολλούς ντόπιους ορθόδοξους, παρά Έλληνες. Η παράδοση όμως συνεχίζεται.
Την Τετάρτη το πρωί ξαναπήγαμε στο VAINQUEUR να προπληρώσουμε και να δούμε που θα κοιμόμασταν.
Μια μαούνα απαρτίζεται από δύο μέρη. Μια-δύο πλωτές εξέδρες σαν σχεδίες (χωρίς μηχανή ) όπου στοιβάζονται τα εμπορεύματα και γύρω γύρω αφήνουν έναν διάδρομο (χωρίς κιγκλιδώματα ) όπου στριμώχνονται οι επιβάτες που πληρώνουν και το φτηνότερο εισιτήριο. Είναι όμως εκτεθειμένοι στα στοιχεία της φύσης: βροχή, αέρα και ήλιο. Γι αυτό πολλοί έρχονται από μέρες νωρίτερα και πιάνουν τις καλλίτερες θέσεις. Όταν έχεις μπροστά σου ένα μήνα ταξίδι, αυτά τα πράγματα μετράνε.
Το δεύτερο μέρος είναι η μηχανή -κάτι σαν ρυμουλκό – που σπρώχνει (αντί να σέρνει) όλο αυτό το συρφετό και έχει δύο ή τρία καταστρώματα. Όλα στεγασμένα.
Το κάτω κατάστρωμα -που είναι στο ίδιο επίπεδο με τις πλωτές σχεδίες- μένουν οικογένειες με μωρά, μερικές δεσποινιδούλες κάποιου επιπέδου και η …Ελεονόρ η μαγείρισσα.
Στο δεύτερο κατάστρωμα με τζάμια και εγκατάσταση αιρκοντίσιον (άγνωστο αν δουλεύει) υπάρχουν καθίσματα αεροπορικού τύπου, που κανείς δεν κάθεται! Ποιος θα καθίσει ένα μήνα σε κάθισμα; Το τρίτο κατάστρωμα είναι η… ταράτσα! Πανταχόθεν ελεύθερη. Αλλά έχει στέγη.
Πήγαμε στο τραπεζάκι που εισέπρατταν τα χρήματα και με κοίταξε με βλοσυρό ύφος ένας τύπος που κρατούσε δερμάτινη τσάντα. Ήταν ο ατζέντης, ο αντιπρόσωπος της εταιρείας στο Κισαγκάνι. “Τι κάνετε εσείς εδώ;” ρώτησε ενοχλημένος που τον διακόψαμε. “Ήρθαμε να πληρώσουμε από σήμερα για την αυριανή αναχώρηση του VAINQUEUR “.
Έβαλε τις φωνές. “Ποιος σας είπε τέτοιο πράγμα”; Κοκαλώσαμε. Πάλι θα μας πετάγανε έξω από το πλοίο, όπως έγινε με το NEMESIS της κυρίας Προέδρου. Όμως ο αντιπρόσωπος του VAINQUEUR συνέχισε φωναχτά. ” Το πλοίο φεύγει σήμερα στις 2.30 το μεσημέρι. Όποιος δεν είναι εδώ μέχρι τη 1.30 μένει απ έξω”!!!
Σχεδόν πηδήσαμε στο ποτάμι. Ήταν ήδη 12.00 και έπρεπε να φέρουμε τα εφόδια από το ξενοδοχείο . Επιστρατεύσαμε δύο μοτο -ταξί -μια και το αυτοκίνητο είχε φύγει – και τσακιστήκαμε.
Καλέσαμε ακόμα τρία μηχανάκια και τα φορτώσαμε όπως-όπως, με τα νερά, το στρώμα και τα άλλα εφόδια και επιστρέψαμε στο πλοίο. Ήταν 13.00. Πήρε άλλη μισή ώρα να τα ανεβάσουμε στη μαούνα και καθίσαμε όπου βρήκαμε. Δεν θα κουνιόμασταν από δω μέχρι να ξεκινήσει το πλοίο. Σιγά-σιγά οργανωθήκαμε. Ο Νορμπέρ θα έμενε στο δεύτερο κατάστρωμα που είχε τα αεροπορικά καθίσματα και φαντασιώνονταν ότι ο κλιματισμός θα άρχιζε να δουλεύει όταν θα σαλπάραμε
Εμένα μου φάνηκε ασφυκτικό.
Προτίμησα την “ταράτσα”. Έριξα το στρώμα στο δάπεδο και ξάπλωσα. Δυο στρογγυλά ματάκια με παρακολουθούσαν.
Ο μπόμπιρας καθόταν ήσυχος δίπλα στη μητέρα του που κοιμόνταν στρωματσάδα. Μια όμορφη Κογκολέζα, καλοντυμένη, με πλούσιο ανοιχτό ντεκολτέ και λεπτοκαμωμένη κορμοστασιά. Εκπρόσωπος της μεσοαστικής κοινωνίας του Κογκό.
Η μαούνα παρά την αγριάδα του ατζέντη δεν είχε φύγει μέχρι τις 4. Όμως κάποια στιγμή ξεκινήσαμε. Προσπεράσαμε την μαούνα της Κας Καμπίλα και αρχίσαμε πορεία δυτικά και νότια.
Ο 2ος καπετάνιος μου παραχώρησε την “καμπίνα” του στην οποία δεν κοιμόνταν ποτέ. Ήταν ένα κλειστοφοβικό κελί πάνω απ΄ τη μηχανή χωρίς εξαερισμό και έβραζε ο τόπος. Ήταν όμως αρκετό για να φυλάξουμε τα νερά, τα τρόφιμα και τον κουβά πλυσίματος. Μετά ξεναγηθήκαμε στους χώρους . Γνωρίστηκα με την Ελεονόρ. Ταξίδευε μαζί με τον αδελφό της πάνω και κάτω τον Κόνγκο χωρίς συγκεκριμένο προορισμό και μαγείρευε για τους επιβάτες που δεν είχαν δική τους μαγειρική υποδομή. Αυτή ήταν η δουλειά της. Στο πίσω μέρος ήταν οι τουαλέτες και “καμπίνες” για σωματική καθαριότητα. Παίρνεις νερό από το ποτάμι, έχεις μπουκαλάκι αφρόλουτρου ή σαπούνι πλένεσαι, δροσίζεσαι και τέλος.
Στο χώρο που μαγείρευε η Ελεονόρ ήταν ξαπλωμένες και είχαν απλώσει τια στρωσίδια τους οι μανάδες με τα μικρά παιδιά. Προτιμούν αυτό το κατάστρωμα για να είναι κοντά στις τουαλέτες. “Απέναντι” άρχιζε η πλωτή μεταλλική σχεδία, δεμένη σφιχτά με συρματόσχοινα στη μηχανή του VAINQUEUR, που την έσπρωχνε με αυτοπεποίθηση στον ήρεμο ποταμό. Εδώ είχαν βολευτεί στρυμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, μοναχικές γυναίκες νεαροί άνδρες και μόνο μια δυο οικογένειες. Δεν υπήρχε καμιά προφύλαξη αλλά ο ταμίας της μαούνας, που τον ακολουθούσε πάντα στο ταξίδι η γυναίκα του με τα δύο παιδιά τους, έχοντας το μωρό στη πλάτη, είχε βάλει μια τέντα στερεωμένη με σχοινιά στο σημείο που είχε φτιάξει τη γωνιά τους και επωφελούνταν και οι άλλοι επιβάτες απ΄ αυτό. Οι Κογκολέζοι διασκέδαζαν με την παρουσία μου στη μαούνα. Έδειχναν να με αποδέχονταν. Για να είμαι μαζί τους εκεί και να μην έχω πάρει το αεροπλάνο για Κινσάσα- που κοστίζει σχεδόν 500 ευρώ το εισιτήριο- κάτι αλλιώτικο θα πρέπει να ήμουνα.
Η πρώτη νύχτα κύλισε χωρίς εκπλήξεις. Η Ελεονόρ είχε ετοιμάσει τηγανητά ψάρια και απολαύσαμε το δείπνο καθισμένοι σταυροπόδι, ατενίζοντας τις όχθες του μεγάλου ποταμού.
Η νύχτα στην πανταχόθεν ελεύθερη ταράτσα αποδείχτηκε η καλύτερη επιλογή. Ένα γλυκό αεράκι δρόσιζε την ατμόσφαιρα , κουνούπια δεν υπήρχαν και είχε απέραντη ησυχία.
Οι γυναικοπαρεές κουβέντιαζαν καθισμένες στις ψάθες στο δάπεδο της μεταλλικής σχεδίας και με σχολιάζανε μιλώντας μου …σουαχίλι. Η Κλώντ, μια ομορφούλα Τούτσι με ανοιχτόχρωμο δέρμα είχε αποχωριστεί προσωρινά τον άντρα της στη Γκόμα και πήγαινε να εργαστεί σε μια ιεραποστολή στο βόρειο Κογκό. Πιάσαμε κουβέντα πότε ανταλλάσσοντας αστεία και πότε μιλώντας πιο σοβαρά. Οι άλλες μας κοίταζαν με νόημα και υπονοούμενα. Ένα ειδύλλιο γεννιέται ανάμεσα στον Μζούνγκου (λευκός, στα σουαχίλι) και τη ξενιτεμένη Τούτσι. Η γυναίκα του ταμία που με είχε συμπαθήσει με κέρασε μπανανοκεφτέδες που ετοίμαζε για τον άντρα της και τα δυο παιδάκια τους.
Η ασχημούλα Κλαίρ-με τα αδρά χαρακτηριστικά της φυλής Μπαντού- που τηγάνιζε ψάρια τραγούδαγε, ενώ άνοιξε η καταπακτή και βγήκε από το εσωτερικό της κλειστοφοβικής και σκοτεινής πλατφόρμας ένας αγουροξυπνημένος νεαρός.
Όλοι αυτοί ταξίδευαν με τη μαούνα μια και στο Κογκό δεν υπάρχουν δρόμοι. Υπάρχει όμως ένα δίκτυο 8000 χιλιομέτρων υδάτινων αρτηριών που επιτρέπει την μετακίνηση των ανθρώπων και εμπορευμάτων. Δεν υπάρχει όμως συγκοινωνία για επιβάτες. Όλοι εξαρτώνται από τις μαούνες περιμένοντας καρτερικά να φτάσουν στο προορισμό τους. Δεν εξαρτώνται όμως μόνο οι επιβάτες απ΄ αυτές τις πλωτές πολιτείες. Ακόμα και αυτοί που ζουν στις όχθες του ποταμού περιμένουν πως και πώς να περάσει μια μαούνα από την περιοχή τους για να εμπορευθούν. Συναλλαγές μεταξύ επιβατών και “προμηθευτών!
Τα πρώτα παραποτάμια χωριά φάνηκαν στο βάθος σε μια στροφή του Κόνγκο. Και τότε άρχισε η “επίθεση”. Πιρόγες ξεπετάγονταν μέσα από τη βλάστηση και κατευθυνόταν κωπηλατώντας με ταχύτητα κατά πάνω μας .
Ο πρώτος στη πιρόγα έπρεπε να γραπώσει αμέσως το κιγκλίδωμα η κάποια προεξοχή της μαούνας -που δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την ταχύτητα της- και να δέσει ένα σχοινί για να πλέει παράλληλα όσο κρατάει η συναλλαγή με τους επιβάτες. Εκεί φάνηκε καθαρά ότι τη μεγαλύτερη ζήτηση έχουν τα κάρβουνα. Όλος αυτός ο πληθυσμός που είναι στοιβαγμένος πάνω στην μαούνα χρειάζεται τεράστιες ποσότητες για να μαγειρεύει στις φουφούδες επί ένα μήνα. Τα κάρβουνα ξεπούλησαν πρώτα και οι τυχεροί βαρκάρηδες είχαν απομακρυνθεί μόνο 5 χιλιόμετρα από το χωριό τους. Σε μια ώρα θα ήταν πίσω. Ο Νορμπέρ μου είπε πως υπάρχουν περιπτώσεις που για να πουλήσεις έναν ολόκληρο κροκόδειλο μπορεί να χρειαστούν οι ψαράδες μέχρι και δύο ώρες να είναι προσκολλημένοι στη μαούνα. Αυτό σημαίνει 15 ολόκληρες ώρες κωπηλασίας πίσω στο χωριό! Για σήμερα το καλύτερο που εξασφαλίσαμε ήτανε μπροστινό ποδαράκι γιγάντιας σαύρας που πουλήθηκε σχετικά γρήγορα και δυο μεγάλα πανέρια με κάμπιες του δάσους με υψηλή πρωτεΐνη, που έγιναν ανάρπαστα.
Η Ελεονόρ τηγάνισε τις κάμπιες και απέκτησαν μια γεύση σαν καβούρι. Δεν ήταν ιδιαίτερα νόστιμες όπως εκείνες που είχαμε γευτεί στην Αυστραλία κοντά στους Αμπορίτζιναλ. Συμπληρώσαμε το μενού με τηγανητό ψάρι που δεν έλλειπε ποτέ.
Σε καμιά ώρα η επίθεση επανελήφθη. Ανάμεσα στα ψάρια, τις κάμπιες, τις νυχτερίδες και τα κάρβουνα εμφανιστήκαν και οι καλλιτέχνες! Πουλάγανε ξυλόγλυπτες πτυσσόμενες καρέκλες για να κάθεσαι και να αλλάζεις λίγο στάση από το συνεχές κάθισμα κάτω στην ψάθα. Μερικοί τις αγοράσανε όπως και δύο μανάδες για να μπορούν να μαγειρεύουν πιο άνετα σκυμμένες πάνω από τη φουφού. Στη μαούνα με εξαίρεση το δεύτερο κατάστρωμα που βρίσκονται τα “αεροπορικά” καθίσματα -και προορίζονται μόνο για όσους έχουν πληρώσει το ανάλογο αντίτιμο-, δεν έχει πουθενά να καθίσεις. Η στέκεσαι όρθιος η κάθεσαι στο δάπεδο. Οι καλλιτέχνες πουλάγανε επίσης και την τάβλα που παίζουν σε όλη την ήπειρο το αρχαίο αφρικανικό παιχνίδι Μαγκάλα.
Το ταξίδι συνεχιζόταν σ΄ αυτούς του χαλαρούς ρυθμούς. Οι μόνοι που είχαν πράγματι αγώνα να κάνουν ήταν οι βαρκάρηδες των παραποτάμιων οικισμών, που έπρεπε να παλέψουν με το ρεύμα και την ταχύτητα του ασταμάτητου VAINQUEUR για να προσκολληθούν και να πουλήσουν. Δεν περνάνε κάθε μέρα μαούνες. Δύο τουλάχιστον φορές απέτυχαν να γραπωθούν στη μαούνα και έβλεπαν την πλωτή πολιτεία να απομακρύνεται. Ήταν αργά για να την προλάβουν. Κατά διαστήματα συναντούσαμε μαούνες που έρχονταν από την Κινσάσα με προορισμό το Κισανγκάνι. Υπήρχαν κι άλλα βαρυφορτωμένα πλεούμενα. Ξύλινες μακριές βενζινάκατοι που πήγαιναν μια δυο μέρες ταξίδι, από τα μικρά παραποτάμια χωριά στις πιο κοντινές κωμοπόλεις για ψώνια και διοικητικές συναλλαγές. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού πηγαίνουν με την ποτάμια βενζινάκατο για να πουλήσουν και να προμηθευτούν αγαθά. Μένουν δυο-τρεις μέρες και ξαναγυρνάνε φορτωμένοι πίσω στο χωριό. Σε περίπου ένα τρίμηνο το ταξίδι θα επαναληφθεί.
Κατά τις 10 το πρωί της επόμενης μέρας μια αναταραχή επικράτησε στο κάτω κατάστρωμα. Ο σωματώδης αδελφός της Ελεονόρ πέρασε σαν σίφουνας μπροστά μας και πήγε στην αριστερή πλευρά της μαούνας. Μια πιρόγα είχε δέσει εν πλω και ένα κεφάλι μιας Κογκολέζας φάνηκε να προεξέχει με μαλλιά φτιαγμένα σαν κεραίες μικρής φορητής τηλεόρασης. Όπως η Τόψη στο μυθιστόρημα η “Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά”. Μιλούσε με τον αδελφό της Ελεονόρ, που δεν άφηνε, λόγω όγκου, κανέναν άλλο να πλησιάσει. Σε λίγο γύρισε θριαμβευτικά πίσω κρατώντας έναν πίθηκο της οικογένειας Κερκοπίθηκος που μόλις είχαν κυνηγήσει οι ντόπιοι .
Οι άλλοι κοίταζαν με φθόνο. Τίποτε δεν είναι τόσο νόστιμο όπως το κρέας του πιθήκου. Ούτε οι σαύρες ούτε τα σκουλήκια, ούτε καν οι νυχτερίδες. Όσο καλά και να τα μαγειρέψει η Ελεονόρ.
Ο αδελφός της, που αγόρασε τον Κερκοπίθηκο για να τον απολαύσει με την παρέα του, εκτιμώντας το γεγονός ότι είμαι μόνιμος πελάτης της αδελφής του θα άφηνε ένα κομμάτι και για μένα -επί πληρωμή φυσικά- για να εχώ ολοκληρωμένη άποψη για την κογκολέζικη κουζίνα.
Μετά το δείπνο η Κλωντ, η Τούτσι, με ρώτησε με περιέργεια αν ήταν νόστιμος ο πίθηκος. Δεν είχε δοκιμάσει ποτέ. Εξ άλλου η Γκόμα όπου ζούσε είναι μια απέραντη παραγκούπολη με 1.000.000 κατοίκους και δεν έφτανε μέχρι εκεί κρέας κυνηγιού από τα δάση. Με κοίταξε με θαυμασμό όπως και οι υπόλοιποι επιβάτες της μαούνας. Αυτός ο Μζούνγκου είναι σαν εμάς. Κοιμαμται στο δαπεδο, πλενεται από το ποτάμι, τρώει σκουλήκια του δάσους και μαϊμού από τη ζούγκλα!!! Τις επόμενες μέρες όλοι επιζητούσαν την παρέα μου. Ένας Μζούνγκου που συμπεριφέρεται σαν Κογκολέζος . Ο Νομπέρ διασκέδαζε με την εξέλιξη των πραγμάτων. Ακόμα και για τους ντόπιους το ταξίδι αποκτούσε χρώμα. Έστω και… λευκό.
Το πρωί ο καπετάνιος ανακοινώσε ότι το μεσημέρι το VAINQUEUR θα έφτανε στην πόλη Μπόμα και θα σταματούσε εκεί να περιμένει νέο φορτίο που έρθει από τα βόρεια. Όλους μας είχαν ενημερώσει απ’ την αρχή και είναι πολύ συνηθισμένο με τις μαούνες να σταματούν μια-δυο μέρες στις ενδιάμεσες πόλεις. Αυτό που δεν είχε αποσαφηνιστεί ήταν πόσο θα περιμέναμε στη Μπόμα. Ο Νομπέρ ρώτησε το 2ο καπετάνιο με τον οποίο είχαμε γίνει κολλητοί και είπε ότι θα μείνουν 5 έως 7 μέρες το λιγότερο. Ήταν πολύ για μένα. Είχα βιώσει ότι ονειρευόμουν τόσα χρόνια, άρα θα εγκατέλειπα το VAINQUEUR εδώ. Χάρισα στον 2ο καπετάνιο όλα τα μπουκάλια νερού και τα εφόδια και βγήκαμε στην αμμώδη όχθη του Κόνγκο. Οι παρέες μου πίσω στη μαούνα με χαιρέτησαν λέγοντας θερμά λόγια. Η γυναίκα του ταμία μου έδωσε δυο τηγανίτες για το δρόμο.
Από δω άρχιζε η αναζήτηση αεροπορικού μέσου για την επιστροφή στη Κινσάσα. Το μισοδιαλυμένο ρωσικό ελικοφόρο ANTONOV που μεταφέρει εμπορεύματα και έχει χώρο για 8 βιαστικούς επιβάτες, πέταξε μετά από δύο μέρες με μια στάση στη Μπαντάκα. Επόμενος στόχος οι πηγές του Κόνγκο κοντά στο Λουμπουμπάσι, στα σύνορα με τη Ζάμπια.
Η λέσχη της Ελληνικής Κοινότητας συγκεντρώνει τον καλό κόσμο της επαρχίας Κατάνγκα. Έλληνες και ξένους. Οι μόνοι που δεν ανακατεύονταν με άλλους ξένους είναι οι Κινέζοι που έχουν δικό τους πολιτιστικό κέντρο. Το αρνάκι λεμονάτο με αγκινάρες εξαιρετικό. Το παράδοξο ήταν πως Έλληνες που ζουν 40 χρόνια στο Λουμουμπάσι δεν ήξεραν τίποτε ούτε για πηγές του Κόνγκο ούτε καν για τους διάσημους καταρράκτες Κιούμπο. Αποφάσισα να τους βρω μόνος μου. Ο Τζόναθαν ο οδηγός θα κανόνιζε τις λεπτομέρειες με το αυτοκίνητο και εγώ θα έψαχνα.
Ο ποταμός Κόνγκο γεννιέται με την ένωση πολλών ποταμών στο οροπέδιο της Κατάνγκα. Ένας από αυτούς -ο ποταμός Λουφίρα-, 300 χιλιόμετρα βόρεια του Λουμπουμπάσι σχηματίζει έναν εντυπωσιακό καταρράκτη που ελάχιστοι γνωρίζουν. Και πάντως όχι οι Έλληνες του Λουμπουμπάσι!
-
Κιούμπο
Πέντε ώρες μας πήρε να τον βρούμε σ έναν ευτυχώς καλό χωμάτινο δρόμο, κατασκευασμένο από τις κινεζικές εταιρείες που είναι ανακατεμένες στην εκμετάλλευση των ορυχείων χαλκού. Μεσοβδόμαδα δεν ήταν κανείς άλλος ένοικος στο Λοτζ του Κιούμπο. Το υπερθέαμα των καταρρακτών μου προσφέρονταν κατ΄ αποκλειστικότητα. Εξερευνήσαμε την πάνω πλευρά των καταρρακτών όπου τα νερά του Λουφίρα απλώνονται σε μια απέραντη έκταση δημιουργώντας έναν υγρότοπο που διαβιούν δεκάδες είδη πουλιών. Η δεξιά όχθη αποτελεί το σύνορο του πάρκου Ουπέμπα που δεν έχει πλέον τίποτε. Ότι ζώα έχουν γλυτώσει κρατούν αποστάσεις ασφαλείας από τους … φύλακες του Πάρκου.
Με κανό περάσαμε στην απέναντι όχθη και από κει πάνω στο ύψωμα που φαίνονται άλλες γωνιές και όψεις του τρομερού καταρράκτη.
Το απόγευμα της επόμενης μέρας τηλεφώνησα στην Ιωάννα στο γραφείο της Αθήνας. “Για πού υπάρχει φτηνότερο εισιτηριο ; Για Αθήνα ή για το … Μαντράς της Ινδίας”;
Στις 11 το πρωί της επόμενης μέρας πετούσα για Αντίς Αμπέμπα και από εκεί μέσω Μαντράς για τα Νησιά Ανταμάνες. Σε δύο μέρες έφευγε το πλοίο για τα “απαγορευμένα” Νησιά Νικομπάρ.