Ο 65χρονος Χαράλαμπος (Μπάμπης) Μπίζας, κάτοικος Χαλανδρίου Αττικής, «εξ Άρτης ορμώμενος», έχει ταξιδέψει σε 193 χώρες του κόσμου. Το National Geographic Traveler τον χαρακτήρισε «πιο ταξιδεμένο άνθρωπο του κόσμου». Ξεκίνησε στα 70’s, εικοσάχρονος φοιτητής/backpacker: με οτοστόπ και ένα δισάκι στην πλάτη. Γρήγορα βρέθηκε αρχηγός εκδρομών ανά τον κόσμο σε ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά ταξιδιωτικά γραφεία. Με τη δουλειά του πρωτοστάτησε στο άνοιγμα “off the beaten track”, απρόσμενων προορισμών στους Έλληνες ταξιδιώτες. Ο ίδιος, μέχρι και σήμερα περνά περίπου 300 μέρες τον χρόνο ταξιδεύοντας.
Το απόσταγμα των ταξιδιών του και φωτογραφικά θραύσματα της αδιάκοπης περιπλάνησής του, ο Μπίζας έχει συμπυκνώσει σε τρία βιβλία: «Γεωγραφικός Οδηγός: Ταξιδεύοντας στις 193 Χώρες του Kόσμου», «Ρωσία: Από την Κριμαία στον Βερίγγειο Πορθμό» και «Τα Νησιά: Ταξιδεύοντας στα Ελληνικά Αρχιπελάγη».
Το πρώτο lockdown, πέρυσι, τον πέτυχε στην Βραζιλία. Επέστρεψε οριακά πριν σταματήσουν οι πτήσεις. Ξεκίνησε να ταξιδεύει ξανά στις 15 Ιουνίου. Από τότε μέχρι και τις 20 Μαρτίου, οπότε συναντηθήκαμε στο διαμέρισμά του (περιτριγυρισμένοι από αναρίθμητα ταξιδιωτικά βιβλία και ενθύμια όλου του κόσμου), ταξίδευε σερί με ένα μόνο διάλειμμα 30 ημερών.
Το ταξιδιωτικό του πάθος και ένας τρόπος ζωής που μετρά πέντε δεκαετίες, εξακολουθούν ακατάβλητα από την επικαιρότητα των lockdown.
Μιλήσαμε για ώρες. Για τα ταξίδια του. Για το ταξίδι «ολικής ενσωμάτωσης». Ελάχιστες φορές διέκοψα το κρεσέντο της αφήγησής του. Μετά από 12+ μήνες αυξομειούμενης απομόνωσης από τα εγκόσμια, μου φάνηκε σαν προφορικό δείγμα σουρεαλισμού. Προσώρας μακρινό, αλλά δεν παύουμε να ελπίζουμε σε αυτό.
Ξεκινήσαμε την κουβέντα μας από τα κωλύματα των ταξιδιών εν μέσω πανδημίας. Γρήγορα, όμως, ο συνομιλητής όλο με απομάκρυνε από τη (μεγεθυμένη μας) δυστοπία.
«Από μέρα σε μέρα φεύγω για το βορειότερο στεριανό μέρος του κόσμου», μου είπε.
VICE: Λοιπόν, γίνεται να ταξιδέψεις εν μέσω πανδημίας;
Μπάμπης Μπίζας: Ναι. Σε όσες χώρες είναι ανοικτές και δέχονται συγκεκριμένες εθνικότητες, μπορείς να ταξιδέψεις αν έχεις κάνει το τεστ και είσαι αρνητικός. Δεν μπορώ ως Έλληνας/ Ευρωπαίος να πάω στην Αργεντινή, για παράδειγμα, ούτε στο Ισραήλ ή στις ΗΠΑ. Στη Ρωσία, όμως, που πριν λίγες μέρες «άνοιξε», ταξιδεύεις.
Άρα είναι, μάλλον, πιο εύκολο να ταξιδέψεις στο εξωτερικό παρά εντός της Ελλάδας.
Ναι. Δεν μπορείς να ταξιδέψεις στην Άρτα και τα Γιάννενα, αλλά στην Αιθιοπία μπορείς να πας.
Πήγατε Αιθιοπία αυτή την περίοδο;
Ναι, είναι ανοιχτός προορισμός. Πρέπει μόνο να προσαρμοστείς στα μέτρα που ισχύουν εκεί. Στις 9 το βράδυ έχει απαγόρευση κυκλοφορίας. Μετά τις 7 τα εστιατόρια δεν σερβίρουν.
Η μεγαλύτερη έκπληξή μου ήταν τον περασμένο Ιούλιο στη Μάλτα. Ένα PCR test το θέλανε, ΟΚ. Μετά, γαία πυρί μιχθήτω. Τουρισμός, νεολαία, μπαράκια, εστιατόρια, όλα κανονικά. Στη Σουηδία ούτε μάσκα φορούσαν, απλώς τηρούσαν τις αποστάσεις. Στη Δανία η μάσκα ήταν υποχρεωτική και, επίσης, ήταν πολύ σχολαστικοί με την τήρηση των αποστάσεων.
Τον περασμένο Οκτώβριο ταξίδεψα στο Μεξικό. Εκεί έχουν ομοσπονδιακό σύστημα και κάθε πολιτεία εφαρμόζει τα δικά της μέτρα. Στο Monterey, οι άνω των 65 δεν μπαίνουν σε μουσεία ή πολυκαταστήματα. Στις υπόλοιπες πολιτείες αυτό δεν ίσχυε. Αλλά παντού σε θερμομετρούσαν ηλεκτρονικά πριν μπεις σε κλειστό χώρο, ψέκαζαν τα χέρια σου και είχαν πατάκια βρεγμένα με απολυμαντικό για τα παπούτσια. Σε κάθε χώρα της Νότιας Αμερικής ισχύουν αυτά, όχι μόνο στο Μεξικό. Στο Περού ψέκαζαν και τα χρήματα στα ταμεία των καταστημάτων, ακόμη και τα ρέστα που σου επέστρεφαν.
Και στην Κένυα σε θερμομετρούσαν με «πιστολάκι» στο μέτωπο, πριν μπεις σε κλειστό χώρο. Έχουν προσλάβει προσωπικό εισόδου για αυτά τα καθήκοντα.
Αυτά δεν τα κάνουμε στην Ελλάδα. Τα 3.000 κρούσματα κάθε μέρα, εγώ σε αυτή την έλλειψή μας τα αποδίδω. Εκεί ήταν πολύ σχολαστικοί. Διότι εκεί δεν έχουν ΜΕΘ. Αν αρρωστήσεις, είσαι μόνος. Για αυτό προσπαθούν πολύ στο κομμάτι της πρόληψης.
Τελικά πού ταξιδέψατε στη διάρκεια της πανδημίας;
‘Εκανα 13 ταξίδια. Ξεκίνησα 15 Ιουνίου όταν άνοιξαν οι πρώτες πτήσεις, οπότε ταξίδεψα στην Αυστρία – ήθελα να δω τις συλλογές των πριγκίπων στο κάστρο του Λιχτενστάιν. Στις 16 Ιουλίου έπαψε να είναι υποχρεωτική η μάσκα εντός του ξενοδοχείου, στις 17 η Σλοβακία απέσυρε τις μπάρες που εμπόδιζαν την ελεύθερη διέλευση στον αυτοκινητόδρομο Βιέννης-Μπρατισλάβας. Ήταν περίοδος άρσης των περιορισμών. Πήγαμε και Μπρατισλάβα λοιπόν. Μετά, Μάλτα. Και ακολούθησε η Ζάμπια.
Ήθελα να δω τους καταρράκτες της βόρειας Ζάμπιας που δεν είναι διάσημοι όπως αυτοί της Βικτόριας. Ταξίδεψα λοιπόν 1.300 χιλιόμετρα βόρεια της Λουζάκα – καταρχάς στους καταρράκτες και μετά για σαφάρι στο πάρκο Καφούρ. Κατέλυσα σε ένα απέραντο lodge, όπου μοναδικοί θαμώνες ήμασταν εγώ και ο οδηγός μου. Κατευθυνθήκαμε ακόμη βορειότερα, κοντά στα σύνορα με το Κογκό και την Τανζανία, και είδαμε τη λίμνη Τανγκανίκα. Καταλήξαμε στο εθνικό πάρκο South Luangwa της Ζάμπια – ένα μοναδικό μέρος, το πάρκο με τη μεγαλύτερη πυκνότητα ζώων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Εκεί αντίκρισα πρώτη φορά 5.000 ιπποπόταμους συγκεντρωμένους στην ίδια περιοχή, πρωτόγνωρους αριθμούς άγριων ζώων. Στα προηγούμενα ταξίδια μου στην Αφρική, όλο τρέχαμε στα πεπατημένα: Ngorogoro στην Τανζανία, Amboseli και Maasai Mara στην Κένυα.
Επέστρεψα στην Αθήνα και έφυγα αμέσως για Φινλανδία. Είχα ξαναπάει αλλά τώρα ήθελα να δω και την ενδοχώρα της, τα κάστρα, τα δάση. Νοίκιασα ένα αυτοκίνητο και έκανα 3.000 χιλιόμετρα. Αυτή τη φορά δεν έμεινα στο Ελσίνκι αλλά πραγματικά χόρτασα τη Φινλανδία, μια χώρα σφόδρα αδικημένη τουριστικά.
Μετά θέλησα να δω το βόρειο Μεξικό, όλο το είχα στο μυαλό μου αλλά ποτέ δεν πήγαινα. Ήθελα να πάω στο Durango και στην Chihuahua που γεννήθηκε ο Άντονι Κουίν. Νομίζω πως σωστά προφέρεται Κιν – ο πατέρας του, ιρλανδικής καταγωγής, συμμετείχε στην Μεξικάνικη Επανάσταση. Τώρα, σε ένα ύψωμα έξω από το κέντρο της πόλης τον έχουν άγαλμα να χορεύει συρτάκι (σ.σ. γέλια). Έφτασα μέχρι τα σύνορα με τις ΗΠΑ, ήθελα να δω το περίφημο πια τείχος που χωρίζει τις δύο χώρες. Πέρασα από το Μοντερέι, τη Χουάρες – φέτος έκανα την «άγονη γραμμή» του Μεξικού.
Πριν γυρίσω Ελλάδα, έμαθα ότι την επόμενη μέρα ξεκινούσε το δεύτερο lockdown. Δεν ήθελα να κλειστώ πάλι μέσα. Οι αεροπορικές εταιρείες είχαν ευνοϊκές ρυθμίσεις – ακύρωσα λοιπόν την πτήση προς Αθήνα και έβγαλα one way ticket για Περού.
Στο Περού ήθελα να ξαναπάω για δύο λόγους. Πρώτον, ήθελα να ανέβω στην La Rinconada, το ψηλότερο κατοικημένο μέρος του κόσμου, στα 5.200 μέτρα. Ανεβαίνεις 1.500 μέτρα ψηλότερα από τη λίμνη Τιτικάκα και κτισμένη στην πλαγιά του βουνού αντικρίζεις μια τσίγκινη παραγκούπολη 35.000 κατοίκων, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μεταλλωρύχοι ή χρυσοθήρες. Απόκοσμος τόπος, με φόντο τους παγετώνες των Άνδεων. Ένα υπερθέαμα, εξωγήινο σχεδόν. Εκστασιάστηκα.
Μετά ταξίδεψα στο βόρειο τμήμα της χώρας για να επισκεφτώ ένα φρούριο, παλαιότερο του Μάτσου Πίτσου. Λέγεται Kuelap και ανήκε στην αρχαία φυλή των Chachapoyas. Πέτρινες κατασκευές, επιβλητικός χώρος, φανταστείτε τις Μυκήνες επί δέκα φορές. Εκεί απαιτούσαν να φοράς μάσκα και προσωπίδα μαζί. Αλλά ήμουν ο μοναδικός επισκέπτης, απόλαυσα το μέρος σε όλο το μεγαλείο του».
Πέταξα για Παραγουάη μετά. Ενάμιση χρόνο πριν είχα επισκεφτεί τους Μενονίτες της Παραγουάης, υπερσυντηρητικούς χριστιανούς γερμανικής καταγωγής που είχαν μετοικήσει στην Παραγουάη στον Μεσοπόλεμο. Θυμίζουν πολύ τους Άμις. Φέτος ήθελα να δω τους καταρράκτες Monday σε μια περιοχή της χώρας που δεν είχα ξαναβρεθεί ποτέ.
Επέστρεψα Ελλάδα για να κάνω γιορτές και στις 16 Γενάρη φύγαμε με τη γυναίκα μου για Τυνησία. Περιηγηθήκαμε σε αρχαιολογικές ζώνες με ρωμαϊκές κυρίως πόλεις, εξαιρετικά καλοδιατηρημένες. Και φτάσαμε στην Bizerte, στο βορειότερο σημείο της Αφρικής, ένα ακρωτήρι στη Μεσόγειο. Οι μόνοι τουρίστες εμείς. Στις 7 το απόγευμα έκλειναν όλα.
Κανόνιζα ήδη επόμενους προορισμούς. Ταξίδεψα λοιπόν στις ζούγκλες της Βενεζουέλας για να επισκεφτώ τους Yanomami, μια αρχέγονη, δυσπρόσιτη φυλή του Αμαζονίου. Πρέπει να χτικιάσεις για να φτάσεις. Από τη μεριά της Βραζιλίας υπάρχει ένας φορέας που δίνει άδεια/πρόσβαση μόνο σε επιστήμονες, γιατρούς και ΜΚΟ. H Βενεζουέλα δεν έχει τέτοιο περιορισμό όμως είναι μια χώρα που έχει καταρρεύσει. Αναγκαστήκαμε να μεταφέρουμε όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό και τα εφόδιά μας από την Κολομβία, φορτώσαμε δύο βάρκες με τρόφιμα και καύσιμα και ξεκινήσαμε τον πλου. Μέχρι εκείνο στο σημείο είχαμε φτάσει με ένα μικρό αεροπλάνο, μετά η συγκοινωνία ήταν μόνο ποτάμια. Ήμασταν μια πολυεθνική παρέα ταξιδιωτών, κάποιοι Ρώσοι, ένας Ταϊλανδός, ένας Δανός. Συνολικά περάσαμε εννέα μέρες στη ζούγκλα, τις τέσσερις με τους Yanomami στον καταυλισμό τους, που είναι μια κοινή στέγη κάτω από την οποία κρεμάνε τις αμάκες, δηλαδή τις αιώρες τους. Εκεί στήσαμε κι εμείς τις σκηνές μας.
Ακολούθησε η «Χαμένη Πόλη» (Ciudad Perdida), δυόμιση μέρες πεζοπορία στις ζούγκλες της βόρειας Κολομβίας. Οι Ινδιάνοι εναντιώνονται στην κατασκευή δρόμου. Εντέλει έφτασα στην αρχαία πόλη, που αναπτύσσεται σε πλατώ καταμεσής της ζούγκλας, το «Μάτσου Πίτσου» της Κολομβίας.
Από Κολομβία πέταξα για Φρανκφούρτη και από εκεί μέσω Αντίς Αμπέμπα έφτασα στο Ναϊρόμπι. Ήμουν μαζί με ένα γκρουπ από τη Βαρκελώνη και δύο φίλους από το Περού και την Ταϊλάνδη. Ζήσαμε για 15 μέρες με τις φυλές της βόρειας Κένυας – αρχέγονοι άνθρωποι, με εμμονή στην παράδοση, παρότι η Κένυα είναι ένας σύγχρονος, πλέον, τόπος.
Πριν δύο μέρες επέστρεψα και περιμένω να φύγω για Ρωσία. Θα ζήσουμε στην τούνδρα με τη φυλή των Dolgani, τους τελευταίους νομάδες-ποιμένες ταράνδων της Ρωσίας. Αυτοί διαβιούν στο βορειότερο στεριανό μέρος του κόσμου, στη χερσόνησο Taymyr της Σιβηρίας. Θα τους ακολουθήσουμε στη μετακίνησή τους, θα τρώμε ό,τι τρώνε και θα κοιμόμαστε μαζί τους. Θα σπάσουμε τους πάγους και θα ψαρέψουμε. Μπορεί να τους βοηθάμε κιόλας να μαζέψουν τους ταράνδους, στην Κένυα βοηθούσα τους βοσκούς με τα κοπάδια τους.
Για μένα αυτή είναι η πέμπτη γενιά ταξιδιών, επισκέπτομαι ακόμα μουσεία και παλάτια αλλά πλέον με ενδιαφέρει η «ολική ενσωμάτωση» (total immersion) στους τόπους που ταξιδεύω.
Ποιό επόμενο ταξίδι έχετε βάλει κατά νου;
Ανυπομονώ να ανοίξει η Αμερική. Θέλω να ταξιδέψω στις βόρειες πολιτείες, που είναι και οι πιο ανέγγιχτες τουριστικά. Ταξιδεύοντας προς το Yellowstone με τη γυναίκα μου, εντυπωσιαστήκαμε από τα τοπία του Wyoming: γεωλογικές διαμορφώσεις σαν αυτές της Καππαδοκίας, βαμμένες στο κόκκινο χρώμα. Μικρές, χαριτωμένες πόλεις επίσης – θέλουμε λοιπόν να κάνουμε αυτή τη διαδρομή κατά μήκος των βόρειων συνόρων των ΗΠΑ. Και μετά να κατέβουμε τον Μισισιπή, παραποτάμια, όχι με πλοίο επειδή «σκοτώνει» πολλές ώρες και να καταλήξουμε στη Νέα Ορλεάνη.
Κι άλλο ένα για το φετινό καλοκαίρι: στα νησιά Εβρίδες στη Σκωτία, μέχρι μια βραχονησίδα κατακόρυφη, σαν μετέωρο μέσα στη θάλασσα, που λέγεται Rockall. Αυτός ο βράχος, 200 μίλια από τις ακτές της Σκωτίας μέσα στον Ατλαντικό, δίνει ΑΟΖ στην Μεγάλη Βρετανία.
Θέλω να ταξιδέψω στις φυλές Bauzi στη Δυτική Νέα Γουινέα και στις φυλές των Mentawai, στα νησιά Siberut της Ινδονησίας. Και υπάρχουν δύο νησιά στον Ειρηνικό, τα ταξίδια στα οποία έχουμε προπληρώσει αλλά αναβλήθηκαν λόγω της πανδημίας. Το Midway έχει ανακηρυχθεί εθνικό πάρκο και έχει εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα οικοσυστήματα του Ειρηνικού. Και το νησί Wake – οι Αμερικανοί διατηρούν στρατιωτική βάση εκεί και δεν επιτρέπουν πάντοτε τις επισκέψεις, ελπίζουμε να πάρουμε την σχετική άδεια.
Ο προορισμός που μου τριβελίζει την καρδιά, αλλά δεν μπορώ να προσεγγίσω, είναι οι Νήσοι Heard and Macdonald. Απέχουν 11 μέρες με πλοίο από την Αυστραλία – αν σαλπάρεις από το Perth με κατεύθυνση προς την Αφρική. Είναι το πιο απομακρυσμένο νησί της Αυστραλίας, θέλει τόσες μέρες θάλασσα για να φτάσεις. Αεροδρόμιο δεν υπάρχει και είναι ακατοίκητο, εθνικό πάρκο όπου ζουν θαλασσοπούλια και θαλάσσιοι ελέφαντες.
Όλα αυτά, βέβαια, αν η πανδημία το επιτρέψει ή όσα η πανδημία επιτρέψει.
Έχετε φοβηθεί ποτέ ταξιδεύοντας;
Με έβαλαν φυλακή στη Λιβύη το 1988, επειδή φωτογράφιζα σε λαϊκή αγορά της Βεγγάζης. Ασφαλίτες του Καντάφι με συνέλαβαν και με έκλεισαν σε ένα κελί με έναν Σουδανό παράτυπο μετανάστη. Θυμάμαι, είχε πιάσει το καλό το στρώμα (σ.σ. γέλια). Την επόμενη μέρα, όταν με είδε ο αξιωματικός υπηρεσίας, με ρώτησε γιατί είμαι μέσα και του απάντησα ότι σύμφωνα με τους άνδρες του είμαι κατάσκοπος του Ισραήλ επειδή φωτογράφιζα ντομάτες και μαρούλια στην αγορά. Έβαλε τα γέλια. Με άφησε να πάω στο ξενοδοχείο, επικοινώνησα με το προξενείο μας – «πάλι;» μου είπαν. «Την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε τα ίδια με μια ομάδα μπάσκετ». Όπως και να ‘χει, εκεί τα χρειάστηκα λίγο διότι η Λιβύη ήταν «τρελοκομείο» και συνέβαιναν περίεργες ιστορίες – την ίδια περίοδο είχαν χαθεί εκεί τα ίχνη ενός Έλληνα ναυτικού.
Σε ό,τι αφορά τις πτήσεις ή τις καιρικές συνθήκες, με τα χρόνια έχω αποκτήσει ανοσία. Έχουμε πάει με τη γυναίκα μου από το Ρεϊκιαβικ στην Γροιλανδία με το ταχυδρομικό αεροπλάνο και μας φιλοξένησε ο πιλότος στο σπίτι του. Αν σε μια πτήση έχουμε πολλές αναταράξεις, γίνεται καρυδότσουφλο το αεροπλανάκι και χοροπηδάει, περνάει και το κακό από τον νου μου. Αλλά σκέφτομαι ότι και να πέσει, έχω δει πολλά πράγματα στη ζωή μου. Έχω ζήσει δύο ζωές, αυτή την αίσθηση έχω. Ευχαριστημένος είμαι. Και καλύτερα να τελειώσω έτσι, παρά στην Κυψέλη από θερμοπληξία κάποιον Αύγουστο.
Πώς ξεκινήσατε αυτό το γύρισμα στον κόσμο; Ως backpacker;
Ναι, με σακίδιο στην πλάτη ξεκίνησα να ταξιδεύω. Ήμουν εξερευνητικός τύπος, ένιωθα αυτοπεποίθηση. Ήθελα να περιπλανηθώ, δεν με ενδιέφεραν τόσο τα γνωστά, καθιερωμένα αξιοθέατα. Ήθελα μόνο να κινηθώ στον χώρο, στον κόσμο.
Το ’75 και το ’76 είχα ταξιδέψει όλη την Ευρώπη, Βαλκάνια και Ανατολική Ευρώπη φουλ, αλλά και μέχρι Βόρειο Ακρωτήριο (Νορβηγία) και Πορτογαλία στον Ατλαντικό.
Έχω κοιμηθεί σε σωλήνα υδραυλικού έργου στα περίχωρα της Βουδαπέστης και στη Νορβηγία, κάτω από τα πανιά ενός ιστιοφόρου. Κοιμήθηκα σε πάρκα, στο Βερολίνο ή στην Πράγα όπου ήρθαν και μας τη «χάλασαν» οι αστυνομικοί επειδή κάποιοι Ανατολικογερμανοί είχαν πιει και έκαναν φασαρία (σ.σ. γέλια).
Ούτε είχα σκεφτεί όταν ήμουν ερωτευμένος με την Ιμπόλια στην Ουγγαρία και την επισκεπτόμουν κάθε λίγο και λιγάκι, ότι θα ασχοληθώ επαγγελματικά με τα ταξίδια. Εν αγνοία μου, όμως, δημιούργησα εκείνα τα χρόνια ένα curriculum ταξιδιωτικό, περιπλανώμενος στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική.
Ήμουν 22 χρονών, το 1977 όταν ξεκίνησα τα πιο «δύσκολα» ταξίδια. Φοιτητής στην Πάντειο, έμενα στη Θεσσαλονίκη τότε διότι σπούδαζα επίσης σλαβικές γλώσσες. Έβλεπα ξένους που πηγαινοέρχονταν, ήταν τα χρόνια του magic bus, όλοι ήθελαν να φτάσουν στην Κατμαντού. Έλληνες δεν πολυπηγαίναν, το κουβέντιαζαν στα καφενεία, άκουγες συνέχεια «α, να πήγαινα».
Σακίδιο στην πλάτη πάλι, μετράω τα λεφτά μου, 250 δολάρια και κάτι δραχμούλες. Ξεκίνησα με οτοστόπ. Φορτηγά, λεωφορεία, ό,τι έβρισκα. Τότε είχε πολλή κίνηση προς την Περσία, χιλιάδες οχήματα έκαναν ουρά στα σύνορα του Ιράν. Αρκετοί Έλληνες ταξίδευαν εκεί, επί Σάχη η χώρα και η κοινωνία ήταν πιο κινητικές, πιο ανοιχτές, σίγουρα πιο κοσμικές από ότι σήμερα. Την έκτη μέρα έφτασα στο Αφγανιστάν. Εκεί γνώρισα τους πρώτους διεθνείς ταξιδιώτες, Αμερικανούς, Ολλανδέζες, Νεοζηλανδούς. Ταιριάξαμε και ταξιδεύαμε όλοι μαζί. Τελικά περιπλανήθηκα περίπου δύο μήνες στην περιοχή: Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδία, Μπαγκλαντές, Κεϋλάνη (Σρι Λάνκα). Χρωστούσα μάθημα συνταγματικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο, αλλά η εξεταστική τέλειωνε εκείνες τις μέρες. Είχα ξεμείνει και από χρήματα και αποφάσισα να μπαρκάρω.
Πήγα στο προξενείο κλαψουρίζοντας, έφτιαξα ένα χαρτί, μου έβαλαν και σφραγίδα «Ελληνικό Προξενείο στο Κολόμπο» και πήρα σβάρνα τα ελληνικά πλοία στο λιμάνι. Στο τέταρτο, το «Τζοβάνα ΙΙ» του Λιβανού, με πήραν. Ματσακόνι, γαλλικό πινέλο, ξεσκούριασα όλες τις λαμαρίνες. Πήγαμε Μοζαμβίκη, φορτώσαμε μετάλλευμα, Κέιπ Τάουν μετά και φτάσαμε Βαλτιμόρη μετά από 29 ημέρες. Από τις ΗΠΑ επέστρεψα με πτήση της TWA στην Αθήνα.
Πήρα το πτυχίο μου στις Πολιτικές Επιστήμες, πήγα φαντάρος. Λοιπόν, αυτό το ταξίδι, λίγα χρόνια μετά στάθηκε πολύτιμο εφόδιο για να βρω δουλειά. Χτύπησα την πόρτα του Manos Travel και τους είπα ότι θέλω να γίνω «αρχηγός», συνοδός δηλαδή ελληνικών γκρουπ στο εξωτερικό. Όταν άρχισα να λέω τα ταξίδια που είχα κάνει, ενθουσιάστηκαν.
Με προσέλαβαν λοιπόν, ξεκίνησα με Βουδαπέστη, Πράγα, Βαρσοβία, που ήταν το πιο δημοφιλές ταξίδι της Ανατολικής Ευρώπης. Πέρασα ένα καλοκαίρι back to back, επιστρέφαμε και μετά από δύο μέρες έφευγα με επόμενο γκρουπ.
Το 1982 άρχισα τα μακρινά ταξίδια: Ιαπωνία-Φιλιππίνες-Ταϊλάνδη. Δεν έλεγα ποτέ όχι, για κανένα ταξίδι. Ετοιμαζόμουν να πετάξω από ΗΠΑ για Αθήνα και με ρωτούσε ο διευθυντής μου, «φτάνεις στις 11 στο Ελληνικό, μπορείς να φύγεις στις 5 το απόγευμα με γκρουπ εκατό άτομα για Μαρόκο;». «Ναι». Πάντα δεχόμουν. Και ταξίδευα. Παντού.
Κατέληξα να διαλέγω ταξίδια, τους έλεγα «βάλε με τώρα Νότια Αμερική γιατί έχω καιρό να πάω».
Όταν ανέλαβα τη διεύθυνση του προγραμματισμού ταξιδιών, οι πωλήσεις εκτινάχθηκαν. Ήξερα τι θέλει ο ταξιδιώτης. Ό,τι θέλω κι εγώ, ταξιδιώτης ήμουν. Άλλαξα όλο το στήσιμο των ταξιδιών, που ήταν απολιθωμένο. Μετά από κάποια χρόνια μου πρότειναν να γίνω γενικός διευθυντής του γραφείου. Αν δεχόμουν, τα ταξίδια θα κόβονταν πλέον. «Τι τα θέλω εγώ τα λεφτά;» σκέφτηκα. «Αφού πάλι σε ταξίδια θα τα ξοδέψω».
Αρνήθηκα. Για να είμαι ελεύθερος να ταξιδεύω όπου θέλω. Αν το θέλω. Όποτε θέλω. Too good to be true. Ξεσάλωσα. Ό,τι κουκίδα υπήρχε στο χάρτη, όποιο μέρος δεν είχα δει το έκανα ταξίδι. Μάζευα και 40 ανθρώπους σε γκρουπ. Υπήρχαν άλλοι τόσοι σαν εμένα, ταξιδιώτες με το ίδιο σκεπτικό.
Αναλάμβανα και έστηνα από το Α ως το Ω τα δύσκολα ταξίδια, αυτά που ήταν για λίγους. Παρακολουθούσα τη διεθνή ταξιδιωτική αγορά και προσπαθούσα να είμαι ακόμη πιο μπροστά. Νησιά Ανταμάν στην Ινδία. Καναδάς-Βραχώδη Όρη-Αλάσκα, 48 άτομα γκρουπ, ταξίδι που δεν είχε γίνει ποτέ ξανά από Ελλάδα. Πλέον δεν υπήρχε φραγμός. Κεντρική Αμερική, όταν ήταν οι Σαντινίστας στη Νικαράγουα, ταξίδι σε οκτώ χώρες. Το 1989 είχα ήδη ξεκινήσει τα πρώτα ταξίδια από Ελλάδα στην Δυτική Αφρική, αλλά και Νιγηρία, Σουδάν, Αιθιοπία. Και έκανα το πρώτο στην ελληνική ταξιδιωτική αγορά «Δρόμο του Μεταξιού». Περάσαμε τις ερήμους της Κίνας, το Παμίρ, βγήκαμε στο Καρακορούμ στο Πακιστάν και τερματίσαμε στο Ισλαμαμπάντ.
Ορινόκος (ποταμός): Βενεζουέλα, Σουρινάμ, Γαλλική Γουιάνα. Μικρονησία επίσης – ενώ η Πολυνησία είναι πολύ γνωστή, τη Μικρονησία ο κόσμος δεν την ήξερε. Πήγαμε με τη γυναίκα μου καταρχάς ιδιωτικά και «χτενίσαμε» τα νησιά του Ειρηνικού βορειότερα του Ισημερινού. Στην Ασία καθιέρωσα τη μεγάλη, 33 ημερών Ινδονησία. Μέχρι τότε υπήρχε ταξίδι 18 ημερών στην Ινδονησία, στη διάρκεια του οποίου πήγαινες στα πέντε βασικά νησιά. Εγώ ήθελα να δω και τα υπόλοιπα (Νιας, Σουμπάβα). Διάβαζα από δύο και τρεις πηγές, γιατί τότε δεν είχαμε και τον όγκο των πληροφοριών που έχουμε σήμερα. Τιμόρ, Δυτική Παπούα επίσης, πρωτόγνωρες εκδρομές.
Αφγανιστάν, μετά τους Ταλιμπάν. Και Κομόρες Νήσους, δεν είχαν ξαναδεί τουρίστα εκεί. Βόρεια Κορέα, επίσης, τρεις φορές – η πρώτη επί των ημερών του Κιμ Ιλ Σουνγκ, του παππού. Και άλλες δύο φορές επί Κιμ Γιονγκ Ιλ. Ξεναγό είχαμε τον Βορειοκορεάτη που είχε συνοδέψει τον γιο του, τον σημερινό ανώτατο ηγέτη της χώρας Κιμ Γιονγκ Ουν στην Ελβετία για τις σπουδές του.
Δημιουργήθηκε έτσι μια εξειδικευμένη αγορά (niche market) για ανθρώπους διαβασμένους και με ενδιαφέροντα πλατύτερα των συμβατικών: εθνολογικά, κοινωνιολογικά, φυσιολατρικά.
Θεωρείτε πως η πανδημία θα αφήσει μόνιμα σημάδια στα ταξιδιωτικά ήθη των ανθρώπων;
Αν συνεχίζουν να υπάρχουν έστω διάσπαρτα κρούσματα θεωρώ πως θα είμαστε όλοι σε ένα διαρκές alert, θα απαιτείται να φοράμε μάσκες και να τηρούμε τα προστατευτικά μέτρα. Ένα πιστοποιητικό εμβολιασμού ίσως καταστεί υποχρεωτικό για να ταξιδεύεις. Δεν θα είναι πρωτόγνωρο – πολλές χώρες της Αφρικής ζητούν εδώ και χρόνια αποδεικτικό εμβολιασμού για τον κίτρινο πυρετό. Πάντως, ακόμα και χωρίς την πλήρη εξάλειψη του ιού, ακόμα και με μάσκες και περιορισμούς, οι άνθρωποι θέλουν να αρχίσουν να ταξιδεύουν πάλι – τh βλέπεις και την ακούς αυτή την επιθυμία.
Λαοί και περιπτώσεις ανθρώπων που σας συγκίνησαν;
Νομίζω, άφησα ένα κομμάτι της καρδιάς μου στην Tonga στην Πολυνησία. Άνθρωποι που ζουν «χαμένοι» μες στον ωκεανό, μόνοι τους, ανιδιοτελείς και αυτάρκεις. Αγνοί. Αισθάνθηκα ότι ζούσα με τους πρωτόπλαστους, είδα σε αυτούς την πιο αυθεντική ανθρώπινη έκφραση, απαλλαγμένη από κάθε πονηριά και υστεροβουλία.
Το 1992 έκανα οτοστόπ στη Γεωργία, ανέβαινα προς τα ορεινά χωριά του Καυκάσου όπου υπάρχουν πέτρινα πυργόσπιτα, σαν αυτά της Μάνης. Σταμάτησε ένα φορτηγό, οδηγούσε ο άντρας και η γυναίκα του δίπλα, νιόπαντροι κιόλας. Εγώ ανέβηκα στην καρότσα. Στον δρόμο πάνω στα βουνά κάναμε μικρές στάσεις, πίναμε βότκα και συνεχίζαμε. Όταν φτάσαμε, μου παραχώρησαν το σπίτι τους για να κοιμηθώ και αυτοί πέρασαν το βράδυ σε συγγενείς. Σχεδόν στενοχωρήθηκα από την τόση προσφορά. Δεν περίμεναν ανταπόδοση, αυθόρμητα το έκαναν. Με έπιασαν τα κλάματα, γοερά, μόνος μου. Αισθάνθηκα ότι υπάρχουν γωνιές στον κόσμο, όπου οι άνθρωποι δεν είναι αυτό που νομίζουμε κάθε μέρα.
Τι μάθατε σε αυτό το non stop ταξίδι;
Ότι τελικά ο πλανήτης έχει πλαστεί για όλους τους ανθρώπους. Όσοι νομίζουν ότι πλάστηκε μόνο για αυτούς και προσπαθούν να τον φέρουν στα μέτρα τους, κάνουν λάθος. Όταν ταξιδεύουμε, αφήνουμε στο σπίτι όλες τις συνήθειές μας, καλές ή κακές. Προσαρμοζόμαστε στον κόσμο. Το παστίτσιο της μαμάς θα το βρούμε όταν γυρίσουμε.
Καθένας μας είναι μια ψηφίδα της απεραντοσύνης που μας περιβάλλει. Το ταξίδι εκπαιδεύει τον άνθρωπο να είναι σεμνός.